Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Το αρμάθιασμα του καπνού

Καλοκαίρι πριν κάμποσα χρόνια στο χωριό μας. Όλο το χωριό στο πόδι. Πριν καλά καλά ξημερώσει και άκουγες μιά μικρή φασαρία στην κάθε γειτονιά. Ο ήχος από τα εργαλεία της δουλειάς, κοφίνια να φορτώνονται στα μουλάρια, οι γυναίκες να τρέχουν να μας ξυπνήσουν εμάς τα παιδιά, να ετοιμάζουν το σακούλι με λίγο ψωμί και νερό για το χωράφι με τον καπνό. Σε λίγο άκουγες τον ήχο από τα πέταλα των ζώων στα σοκάκια και έβλεπες τις μικρές λάμπες που προσπαθούσαν να τρυπήσουν το σκοτάδι, να χάνονται σιγά σιγά στο δρόμο.
Νύχτα ακόμα στο καπνοχώραφο. Μισοκοιμισμένα παιδιά στους δρόμους και εκεί με το φως του φεγγαριού ή της λάμπας αρχίναγε το μάζεμα του καπνού.


Μαζεύαμε αγκαλιές και τις αφήναμε στα χεράμια ή τις ποστιάζαμε στα κοφίνια. Κάθε «χέρι» του καπνού και άλλη δυσκολία. Πρώτα το «πατόφυλλο» Ήταν «χτικιό» αυτό το φύλλο. Τα χέρια σχίζονταν από τις μπλάνες και τις πέτρες. Αλλά και το «κορφόφυλλο» βάσανο. Τα χέρια να κολλάνε και να μην μπορείς να κάνεις δουλειά. Όλα όμως έπρεπε να γίνονται γρήγορα γιατί μόλις έβγαινε ο ήλιος τα φύλλα μαραίνονταν και έπρεπε να έχουμε τελειώσει.
Φορτώναμε τα κοφίνια στα ζώα και μεις περπατώντας από πίσω τραβούσαμε για το ψωριό.


Ένα πρόχειρο πλύσιμο των χεριών με πράσινο σαπούνι για να φύγει η κόλλα, λίγο ψωμοτύρι στα γρήγορα και στρωνόμασταν για αρμάθιασμα. Φύλλο φύλλο ως το αργά τραβούσε αυτή η διαδικασία, ως το βράδυ σχεδόν με κάποια διαλείμματα για φαγητό και για μια φέτα καρπούζι να δροσιστούμε. Κι όταν γέμιζε η βελόνα την αδειάζαμε στο σπάγγο που είχαμε δέσει στο πίσω μέρος της που είχε μια τρύπα. Κι έτσι καναμε τις αρμάθες. Όταν γέμιζε ο σπάγγος δεναμε στις δύο άκρες του τις αγκλίτσες. Τα κοψίματα από την βελόνα ήταν σχεδόν καθημερινά. Με λίγο καπνό πάνω στην πληγή όμως σταματούσε το αίμα. Βάζαμε στοίχημα πόσες αρμάθες θα κάνει ο καθένας.

Κι αφού τέλειωνε το αρμάθιασμα, φορτώναμε τις αρμάθες και τις κουβαλούσαμε στη λιάστρα. Τις απλώναμε μία-μία για να λιαστούν. Τελείωνε όμως κι η μέρα. Άντε να ξεκουραστούμε λιγάκι, μας έπαιρνε ο ύπνος αμέσως μόλις πέφταμε στο κρεβάτι μας. Κι αύριο μέρα ξημερώνει. Κι άντε πάλι απ’ την αρχή. Μέχρι το πανηγύρι της Αγ. Παρασκευής έπρεπε να έχουμε τελειώσει το μάζεμα.
Υπήρχε όμως αυτή η συντροφικότητα, το κουβεντολόι, τα καλαμπούρια, τα παραμύθια και τα τραγούδια! Παρόλη την κούραση και τα ξενύχτια τους, οι άνθρωποι συζητούσαν, αστειεύονταν, έλεγαν ιστορίες με τις ώρες, εκεί στον ίσκιο κάτω από τις μουριές ή το πανί. Όσο και αν φαίνεται παράξενο αναπολούμε αυτές τις εποχές.
Ωραίες αναμνήσεις αυτές! Γλυκές και πικρές μαζί, σαν την πίκρα του καπνού που αρμαθιάζαμε τότε και σαν την γλύκα όλης της οικογένειας που ήταν μαζεμένη ολόγυρά του…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου